- αρχοντογυναίκα
- ηγυναίκα με εμφάνιση και τρόπους αρχόντισσας (βλ. αρχοντάνθρωπος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρχοντογυναίκα — η η αρχόντισσα, αυτή που έχει μεγαλοπρεπή και επιβλητική εξωτερική εμφάνιση … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
βοϊβοντίνα — (Vojvodina). Αυτόνομη περιοχή (21.506 τ. χλμ., 1.946.000 κάτ. το 2000) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της (Νέας) Γιουγκοσλαβίας, Β της Σερβίας. Περιλαμβάνει την κοιλάδα του Δούναβη Ποντουνάβλιε, μέρη της Σιρμίας και της Μπαράνια και τις… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek